

- Gehilfe (Ge·hil·fin)
- assistant
- Gehilfe (Ge·hil·fin)
- helper
- kaufmännischer Gehilfe τυπικ
- commercial assistant


- helpmate (helper)
- Gehilfe(Gehilfin) αρσ (θηλ) <-n, -n> παρωχ
- helper (assistant)
- Gehilfe(Gehilfin) αρσ (θηλ) <-n, -n>
- mate
- Gehilfe(Gehilfin) αρσ (θηλ) <-n, -n>
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.