Emi·grant(in) <-en, -en> [emiˈgrant] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. Emigrant (Auswanderer):
- Emigrant(in)
- emigrant
2. Emigrant (politischer Flüchtling):
- Emigrant(in)
-
-
- Emigrant(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
- emigrant
- Emigrant(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
-
- Emigrant, der aus seinem Heimatland finanzielle Unterstützung erhält
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- Emigrant, der aus seinem Heimatland finanzielle Unterstützung erhält