Πληκτρολογήστε το κείμενό σας για μετάφραση ή κάντε κλικ σε μια λέξη για να την αναζητήσετε στο λεξικό.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- eingespannt
- eingespielt
- eingestandenermaßen
- Eingeständnis
- eingestehen
- Eingeweihte Eingeweihter
- eingewöhnen
- Eingewöhnung
- Eingewöhnungszeit
- eingezogen
- eingießen