στο λεξικό PONS
Brow·ser <-s, -> [ˈbraʊzɐ] ΟΥΣ αρσ ΔΙΑΔ, Η/Υ
- Browser (Programm zur Darstellung von Internetseiten)
- browser
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- browser (Programm zur Darstellung von Internetseiten)
- Browser αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.