στο λεξικό PONS
- forecaster ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Analyst(in) αρσ (θηλ) <-en, -en>
- analyst ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
- Analyst(in) αρσ (θηλ) <-en, -en> ειδικ ορολ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
- analyst
- Analyst αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.