στο λεξικό PONS
Ab·wer·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Abwertung (Minderung der Kaufkraft):
- Abwertung
-
2. Abwertung (Wertminderung):
- Abwertung
-
De-fac·to-Ab·wer·tung [deˈfakto-] ΟΥΣ θηλ ΟΙΚΟΝ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
offene Abwertung phrase ΚΡΆΤΟς
- offene Abwertung
-
wettbewerbsbedingte Abwertung phrase ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
- wettbewerbsbedingte Abwertung
-
-
- offene Abwertung θηλ
-
- wettbewerbsbedingte Abwertung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.