στο λεξικό PONS
I. öko·no·misch [økoˈno:mɪʃ] ΕΠΊΘ
1. ökonomisch (die Wirtschaft betreffend):
2. ökonomisch (sparsam):
II. öko·no·misch [økoˈno:mɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.