στο λεξικό PONS
I. öko·no·misch [økoˈno:mɪʃ] ΕΠΊΘ
1. ökonomisch (die Wirtschaft betreffend):
2. ökonomisch (sparsam):
II. öko·no·misch [økoˈno:mɪʃ] ΕΠΊΡΡ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
-
- ökonomischer Determinismus
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.