στο λεξικό PONS
Über·be·wer·tung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Überbewertung kein πλ (das Überbewerten):
- Überbewertung
-
2. Überbewertung (überbewertende Aussage):
- overvaluation of stock, currency
- Überbewertung θηλ <-, -en>
-
- Überbewertung θηλ <-, -en>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Überbewertung ΟΥΣ θηλ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.