I. vaniteux (-euse) [vanitø, -øz] ΕΠΊΘ
- vaniteux (-euse)
-
- vaniteux (-euse)
-
II. vaniteux (-euse) [vanitø, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- vaniteux (-euse)
-
- vaniteux (-euse) (femme)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.