tireuse [tiʀøz] ΟΥΣ θηλ
1. tireuse:
- tireuse
- Schützin θηλ
2. tireuse ΑΘΛ:
3. tireuse ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
4. tireuse (appareil photographique):
- tireuse
- Kopiergerät ουδ
II. tireuse [tiʀøz]
tireur [tiʀœʀ] ΟΥΣ αρσ
2. tireur ΑΘΛ:
3. tireur ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
II. tireur [tiʀœʀ]
-
- Bogenschütze αρσ
franc-tireur <francs-tireurs> [fʀɑ͂tiʀœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. franc-tireur ΣΤΡΑΤ:
2. franc-tireur μτφ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.