servile [sɛʀvil] ΕΠΊΘ
1. servile (obséquieux):
- servile
-
- esprit servile
- Obrigkeitsdenken ουδ
3. servile postposé ΙΣΤΟΡΊΑ:
- condition servile
- Leibeigenschaft θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.