servante [sɛʀvɑ͂t] ΟΥΣ θηλ
1. servante ΘΡΗΣΚ:
-  servante
-  Messdienerin θηλ
-  servante
-  Ministrantin θηλ
2. servante ΙΣΤΟΡΊΑ:
-  servante
-  Dienerin θηλ
servant [sɛʀvɑ͂] ΟΥΣ αρσ
1. servant ΘΡΗΣΚ:
-  
-  Messdiener αρσ
-  
-  Ministrant αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
