- routier (-ière)
- Fernfahrer αρσ
- routier (-ière)
- Straßenfahrer αρσ
- routier
-
- routier (-ière) circulation, contrôle
-
- routier (-ière) information, perturbation, situation
-
- tunnel routier
- Straßentunnel αρσ
- réseau routier
- Straßennetz ουδ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.