rédacteur (-trice) [ʀedaktœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. rédacteur:
- rédacteur (-trice)
-
- rédacteur (-trice)
-
- rédacteur local/rédactrice locale
- Lokalredakteur(in)
- rédacteur local/rédactrice locale
-
- rédacteur(-trice) publicitaire
-
-
- Bildredakteur(in)
2. rédacteur ΝΟΜ:
II. rédacteur (-trice) [ʀedaktœʀ, -tʀis]
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.