réclusion [ʀeklyzjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. réclusion:
- réclusion
- Abgeschiedenheit θηλ
2. réclusion ΝΟΜ:
- réclusion
- Freiheitsstrafe θηλ
- réclusion
- Freiheitsentzug αρσ
- réclusion criminelle
-
- être condamné(e) à la réclusion criminelle à perpétuité
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.