plongeon1 [plɔ͂ʒɔ͂] ΟΥΣ αρσ
1. plongeon (saut):
- plongeon
- Kopfsprung αρσ
- plongeon ΠΟΔΌΣΦ
-
2. plongeon (sport olympique):
- plongeon
- Kunstspringen ουδ
plongeon2 [plɔ͂ʒɔ͂] ΟΥΣ αρσ ΟΡΝΙΘ
- plongeon
- Seetaucher αρσ
plongeon αρσ
- plongeon
- Hechtsprung αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.