plombier (-ère) [plɔ͂bje, -jɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ (θηλ)
1. plombier:
- plombier (-ère)
-
- plombier (-ère)
-
2. plombier οικ (policier):
- plombier (-ère)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.