I. pépère [pepɛʀ] ΕΠΊΘ οικ
II. pépère [pepɛʀ] ΟΥΣ αρσ
1. pépère παιδ γλώσσ πολύ οικ! (grand-père):
- pépère
-
2. pépère οικ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.