lieutenant(e) [ljøt(ə)nɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. lieutenant:
- lieutenant(e)
-
2. lieutenant (adjoint):
- lieutenant(e)
-
lieutenant-colonel <lieutenants-colonels> [ljøt(ə)nɑ͂kɔlɔnɛl] ΟΥΣ αρσ
- lieutenant-colonel
- Oberstleutnant αρσ
sous-lieutenant <sous-lieutenants> [suljøt(ə)nɑ͂] ΟΥΣ αρσ
- sous-lieutenant
- Unterleutnant αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.