athlète [atlɛt] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. athlète:
2. athlète (dans une compétition):
4. athlète (personne musclée):
triathlète
triathlète → triathlonien
triathlonien(ne) [tʀi(j)atlɔnjɛ͂, jɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- triathlonien(ne)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.