apaisant(e) [apɛzɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. apaisant (qui calme):
2. apaisant (qui ramène la paix):
écrasant(e) [ekʀɑzɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ (accablant)
naissant(e) [nɛsɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- laborieux
- labour
- labourable
- labourage
- labourer
- laccusant
- lacer
- lacération
- lacérer
- lacet
- lâchage