inspecteur (-trice) [ɛ͂spɛktœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- inspecteur (-trice)
-
- inspecteur général/inspectrice générale ΣΧΟΛ
-
- inspecteur pédagogique régional/inspectrice pédagogique régionale ΣΧΟΛ
-
ιδιωτισμοί:
- inspecteur des travaux finis χιουμ
-
II. inspecteur (-trice) [ɛ͂spɛktœʀ, -tʀis] ΣΧΟΛ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- inspecteur général/inspectrice générale ΣΧΟΛ
- inspecteur pédagogique régional/inspectrice pédagogique régionale ΣΧΟΛ