I. inspirateur (-trice) [ɛ͂spiʀatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
1. inspirateur:
2. inspirateur ΑΝΑΤ:
II. inspirateur (-trice) [ɛ͂spiʀatœʀ, -tʀis] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. inspirateur:
2. inspirateur συνήθ f (égérie):
- inspirateur (-trice)
- Muse θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.