I. indigène [ɛ͂diʒɛn] ΕΠΊΘ
1. indigène:
- les populations indigènes
-
2. indigène (↔ blanc):
II. indigène [ɛ͂diʒɛn] ΟΥΣ αρσ θηλ
1. indigène:
2. indigène (↔ blanc):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.