imputable [ɛ͂pytabl] ΕΠΊΘ
1. imputable (attribuable):
-  imputable à qn/qc
-  jdm/einer S. zuzuschreiben
-  être imputable à la municipalité
-  
2. imputable ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-  imputable somme
-  
-  imputable somme
-  
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
