illimité(e) [i(l)limite] ΕΠΊΘ
1. illimité (sans bornes):
- illimité(e)
-
- illimité(e) confiance
-
- illimité(e) pouvoirs
-
- illimité(e) reconnaissance
-
2. illimité (indéterminé):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.