grue [gʀy] ΟΥΣ θηλ
2. grue μειωτ απαρχ οικ (prostituée):
- grue
-
3. grue ΟΙΚΟΔ, ΝΑΥΣ:
- grue
- Kran αρσ
- grue de chargement
-
4. grue ΚΙΝΗΜ:
- grue américaine/de prise de vue
- Kamerakran αρσ
ponton-grue <pontons-grues> [pɔ͂tɔ͂gʀy] ΟΥΣ αρσ
- ponton-grue
- Schwimmkran αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.