fragilité [fʀaʒilite] ΟΥΣ θηλ
1. fragilité (facilité à se casser):
2. fragilité (faiblesse):
3. fragilité (précarité):
- fragilité des arguments
- Dürftigkeit θηλ
- fragilité d'une hypothèse
- Fraglichkeit θηλ
- fragilité de la paix
- Unsicherheit θηλ
- fragilité d'une preuve
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.