faiseur (-euse) [fəzœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ μειωτ
II. faiseur (-euse) [fəzœʀ, -øz]
-
- Regenmacher αρσ
III. faiseur (-euse) [fəzœʀ, -øz]
faiseur απαρχ:
- faiseuse d'anges
- Engelmacherin θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.