facteur1 (factrice) [faktœʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
1. facteur ΤΑΧΥΔΡ:
2. facteur (fabricant):
facteur2 [faktœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. facteur (agent, élément):
2. facteur ΜΑΘ:
3. facteur ΙΑΤΡ:
facteur2 [faktœʀ]
- facteur de correction ΧΡΗΜΑΤΟΠ
-
-
- Engpassfaktor αρσ
- facteur d'hydratation ΑΙΣΘΗΤ
-
- facteur d'influence ΟΙΚΟΝ
-
- facteurs de production
- Produktionsfaktoren plur
-
- Risikofaktor αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.