I. esthétique [ɛstetik] ΕΠΊΘ
1. esthétique (beau):
- esthétique
-
- esthétique
-
2. esthétique (relatif à la beauté):
- esthétique
-
- esthétique
-
II. esthétique [ɛstetik] ΟΥΣ θηλ
2. esthétique (théorie):
- esthétique
- Ästhetik θηλ
ιδιωτισμοί:
- esthétique industrielle
- Industriedesign ουδ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.