escale [ɛskal] ΟΥΣ θηλ
1. escale (arrêt):
- escale ΝΑΥΣ
- Aufenthalt αρσ
- escale ΝΑΥΣ
- Zwischenstopp αρσ
- escale ΑΕΡΟ
- Zwischenlandung θηλ
- escale technique
-
- vol qui s'effectue sans escale
-
2. escale (lieu):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- escale technique
- vol qui s'effectue sans escale