habitant(e) [abitɑ͂, ɑ͂t] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
1. habitant:
2. habitant ποιητ (occupants):
ιδιωτισμοί:
hésitant(e) [ezitɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
1. hésitant:
exorbitant(e) [ɛgzɔʀbitɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.