darne [daʀn] ΟΥΣ θηλ
carme (carmélite) [kaʀm] ΟΥΣ αρσ (θηλ) ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΌ
- carme (carmélite)
-
-
- Karmelitertracht θηλ
parme [paʀm] ΕΠΊΘ αμετάβλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.