contribution [kɔ͂tʀibysjɔ͂] ΟΥΣ θηλ
1. contribution (participation):
2. contribution πλ (impôts):
- contributions régionales
-
3. contribution πλ (service):
4. contribution (cotisation, part):
II. contribution [kɔ͂tʀibysjɔ͂] ΝΟΜ
- contributions de possessions foncières
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.