contrebande [kɔ͂tʀəbɑ͂d] ΟΥΣ θηλ
1. contrebande (activité):
- contrebande
- Schmuggel αρσ
-
- Schmuggelware θηλ
- introduire [ou faire entrer] qc en contrebande
- etw einschmuggeln
2. contrebande (marchandise):
- contrebande
- Schmuggelware θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.