I. contemporain(e) [kɔ͂tɑ͂pɔʀɛ͂, ɛn] ΕΠΊΘ
1. contemporain (de la même époque):
2. contemporain (moderne):
- contemporain(e) auteur, musique, art
-
- contemporain(e) interprétation
-
II. contemporain(e) [kɔ͂tɑ͂pɔʀɛ͂, ɛn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- contemporain(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.