casseur (-euse) [kɑsœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. casseur (ferrailleur):
- casseur (-euse)
-
2. casseur (au cours d'une manifestation):
- casseur (-euse)
-
II. casseur (-euse) [kɑsœʀ, -øz]
-
- Steinbrecher αρσ
casseur ΟΥΣ
casseur (-euse)
- casseur (-euse)
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.