uninominal(e) <-aux> [yninɔminal, o] ΕΠΊΘ (↔ de liste)
I. binational(e) <-aux> [binasjɔnal, o] ΕΠΊΘ
1. binational (qui possède deux nationalités):
2. binational (qui relève de deux pays):
II. binational(e) <-aux> [binasjɔnal, o] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- binational(e)
-
équinoxial <-aux> [ekinɔksjal, o] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- binette
- bineuse
- bing
- bingo
- biniou
- binomial
- binz
- bio
- biocarburant
- biocatalyseur
- biochimie