bâtard [bɑtaʀ] ΟΥΣ αρσ
1. bâtard (pain):
- bâtard
-
2. bâtard (enfant):
- bâtard
-
- bâtard
-
3. bâtard (chien):
- bâtard
-
bâtard(e) [bɑtaʀ, aʀd] ΕΠΊΘ
1. bâtard:
2. bâtard (de fantaisie):
- pain bâtard
-
bâtard ΟΥΣ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.