appartenance [apaʀtənɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
1. appartenance:
2. appartenance ΜΑΘ:
- appartenance à qc
-
appartenance θηλ
- appartenance religieuse
-
non-appartenance [nɔ͂napaʀtənɑ͂s] ΟΥΣ θηλ
- non-appartenance
-
-
- Parteilosigkeit θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- apparent
- apparenté
- apparentement
- apparenter
- apparier
- appartenance
- appartenir
- appas
- appât
- appâter
- appâts