ambigu (ambigüe) [ɑ͂bigy] ΕΠΊΘ
1. ambigu:
2. ambigu (louche):
ambigu (ambigüe) ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- amazone
- ambages
- ambassade
- ambassadeur
- ambassadrice
- ambigu ambigu ambigüe
- ambiguïté
- ambigüité
- ambitieux
- ambition
- ambitionner