temple [tɑ͂pl] ΟΥΣ αρσ
1. temple ΤΈΧΝΗ, ΙΣΤΟΡΊΑ:
- temple
- Tempel αρσ
2. temple ΘΡΗΣΚ:
- temple protestant
- Kirche θηλ
- le Temple
-
- le Temple ΙΣΤΟΡΊΑ
- der Temple (Hauptniederlassung des Templerordens in Paris)
3. temple χιουμ (lieu de prédilection):
- temple de la gastronomie/mode
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.