énergétique [enɛʀʒetik] ΕΠΊΘ
1. énergétique ΟΙΚΟΝ:
- énergétique
-
- la construction à efficacité énergétique
-
- la dépendance/l'indépendance énergétique
-
- diagnostic de performance énergétique
- Energieausweis αρσ
- diagnostic de performance énergétique
- Energiepass αρσ
- vecteur énergétique
- Energieträger αρσ
2. énergétique ΦΥΣΙΟΛ:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- production énergétique
- Energieerzeugung θηλ
- aliment énergétique
- Kraftnahrung θηλ
- valeur énergétique
- Energiegehalt αρσ
- secteur énergétique
- vecteur énergétique
- Energieträger αρσ