élévateur [elevatœʀ] ΟΥΣ αρσ
1. élévateur ΟΙΚΟΔ:
2. élévateur ΑΝΑΤ:
- élévateur
- Hebemuskel αρσ
élévateur (-trice) [elevatœʀ, -tʀis] ΕΠΊΘ
1. élévateur ΤΕΧΝΟΛ:
- appareil élévateur
- Hebemaschine θηλ
- appareil élévateur
- Hubapparat αρσ
-
- Gabelstapler αρσ
-
- Hubstapler αρσ
2. élévateur ΑΝΑΤ:
- muscle élévateur
- Hebemuskel αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.