Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
 
  
 I. territor|ial (territoriale) <αρσ πλ territoriaux> [tɛʀitɔʀjal, o] ΕΠΊΘ
1. territorial (d'un État):
2. territorial ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ administration:
II. territoriale ΟΥΣ θηλ
territoriale θηλ ΙΣΤΟΡΊΑ:
-  territoriale
-  
-  incompétence territoriale ΝΟΜ
-  
-  administration territoriale
-  
 
  
 στο λεξικό PONS
 
  
 territorial(e) <-aux> [teʀitɔʀjal, jo] ΕΠΊΘ
 
  
  
  
 territorial(e) <-aux> [teʀitɔʀjal, -jo] ΕΠΊΘ
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
