Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. tenanc|ier (tenancière) [tənɑ̃sje, ɛʀ] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
II. tenancière ΟΥΣ θηλ
tenancière θηλ:
στο λεξικό PONS
tenancier (-ère) [tənɑ̃sje, -ɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- tenancier (-ère)
-
tenancier (-ère) [tənɑ͂sje, -ɛʀ] ΟΥΣ αρσ, θηλ
- tenancier (-ère)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.