Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
surpeuplé (surpeuplée) [syʀpœple] ΕΠΊΘ
- surpeuplé (surpeuplée) pays, région, ville
-
- surpeuplé (surpeuplée) local, train, rue
-
στο λεξικό PONS
surpeuplé(e) [syʀpœple] ΕΠΊΘ
- surpeuplé(e) salle
-
-
- surpeuplé(e)
- overcrowded prison, city
- surpeuplé(e)
surpeuplé(e) [syʀpœple] ΕΠΊΘ
- surpeuplé(e) salle
-
-
- surpeuplé(e)
- overcrowded prison, city
- surpeuplé(e)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.