Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. stupéfiant (stupéfiante) [stypefjɑ̃, ɑ̃t] ΕΠΊΘ
1. stupéfiant (étonnant):
- stupéfiant (stupéfiante)
-
2. stupéfiant ΙΑΤΡ:
- stupéfiant (stupéfiante)
-
II. stupéfiant ΟΥΣ αρσ
stupéfiant αρσ ΦΑΡΜ:
- breathtaking audacity, feat, pace, skill
-
-
- stupéfiant αρσ
- staggering achievement, contrast, transformation
-
στο λεξικό PONS
stupéfiant(e) [stypefjɑ̃, jɑ̃t] ΕΠΊΘ
stupéfiant [stypefjɑ̃] ΟΥΣ αρσ
stupéfiant(e) [stypefjɑ͂, jɑ͂t] ΕΠΊΘ
stupéfiant [stypefjɑ͂] ΟΥΣ αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- stuc
- studette
- studieusement
- studieux
- studio
- stupéfiante
- stupéfié
- stupéfier
- stupeur
- stupide
- stupidement